- Ἀφθονίου
- Ἀφθόνιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγύμνασμα — το, ΝΑ [προγυμνάζω] νεοελλ. προγύμναση αρχ. 1. στον πληθ. τὰ προγυμνάσματα προπαρασκευαστικές ασκήσεις για τη γνώση τής θεωρίας τής τέχνης τού λόγου, απαραίτητες για την είσοδο στη σχολή τής ρητορικής 2. (στον πληθ. και ως κύριο όν.)… … Dictionary of Greek
Δοξαπατρής — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών και λογίων του Βυζαντίου. 1. Βουτσαράς (12ος 13ος αι.). Ήρωας στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δύσης (1204), και ενώ στην Πελοπόννησο είχε αρχίσει να… … Dictionary of Greek